- ξιφοειδής
- ξῐφο-ειδής, ές,A sword-shaped, Thphr.HP7.13.1, Str.3.5. 10 ;
ὀστοῦν Gal.2.496
; χόνδρος the ensiform cartilage, Id.UP6.3, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀστοῦν Gal.2.496
; χόνδρος the ensiform cartilage, Id.UP6.3, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξιφοειδής — sword shaped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφοειδής — ές (Α ξιφοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ξίφος, που έχει το σχήμα ξίφους νεοελλ. φρ. «ξιφοειδής απόφυση» ανατ. η οξεία, εν μέρει οστέινη και εν μέρει χόνδρινη, κατάληξη τού οστού τού στέρνου, που αποτελεί το κατώτερο τμήμα του, αλλ. ξιφίστερνο.… … Dictionary of Greek
ξιφοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με ξίφος: Φύλλα ξιφοειδή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξιφοειδῆ — ξιφοειδής sword shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξιφοειδής sword shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ξιφοειδής sword shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφοειδεῖ — ξιφοειδής sword shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ξιφοειδής sword shaped masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφοειδές — ξιφοειδής sword shaped masc/fem voc sg ξιφοειδής sword shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφοειδοῦς — ξιφοειδής sword shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφοειδῶς — ξιφοειδής sword shaped adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
xifoides — (Del gr. xiphoeides, semejante a una espada.) ► adjetivo/ sustantivo masculino ANATOMÍA Se aplica a una apófisis que tiene forma de espada y que está en el final del esternón. IRREG. plural xifoides * * * xifoides (del gr. «xiphoeidḗs», con forma … Enciclopedia Universal
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek